- συγκοινωνών
- ούσα, ούν1) сообщающийся;
συγκοινωνούντα αγγεία — сообщающиеся сосуды;
2) смежный;συγκοινωνούντα δωμάτια — смежные комнаты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκοινωνούντα αγγεία — сообщающиеся сосуды;
συγκοινωνούντα δωμάτια — смежные комнаты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκοινωνῶν — συγκοινωνέω have a joint share of pres part act masc nom sg (attic epic doric) συγκοινωνέω have a joint share of pres part act masc nom sg (attic epic doric) συγκοινωνός partaking jointly of fem gen pl συγκοινωνός partaking jointly of masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)